fbpx
ΓΙΑ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΚΑΛΕΣΤΕ :   ΑΘΗΝΑ  210 6962600, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  2310 372600
ΑΜΕΣΗ ΑΝΑΓΚΗ! 14 501

Συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου

Του Αντώνιου Παρτσινέβελου Βιοκλινική Αθηνών

“Παγωμένος ώμος”

Τι ονοµάζουµε παγωµένο ώµο;

Πρόκειται για κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από προοδευτικό περιορισµό όλων των κινήσεων του ώµου, τόσο ενεργητικών όσο και παθητικών, χωρίς να υπάρχει κάποια άλλη γνωστή πάθηση του ώµου.

Για να τεθεί η διάγνωση, πρέπει να υπάρχει περιορισµός των παθητικών και ενεργητικών κινήσεων της γληνοβραχιόνιας και ωµοθωρακικής άρθρωσης για τουλάχιστον ένα µήνα, µε συµπτώµατα που έχουν σταθεροποιηθεί ή χειροτερεύουν.

Η απώλεια των παθητικών κινήσεων του ώµου (αυτές που γίνονται χωρίς την ενεργητική προσπάθεια του ασθενούς, αλλά µόνο µε χειρισµό από τον εξεταστή) αποτελεί κρίσιµο στοιχείο για να βγει η διάγνωση ενός πραγµατικά παγωµένου ώµου.

Αν και παθήσεις όπως η ασβεστοποιός τενοντίτιδα, η υπακρωµιακή θυλακίτιδα και η µερική ρήξη του τενοντίου πετάλου σχετίζονται µε σοβαρό πόνο και απώλεια των ενεργητικών κινήσεων του ώµου, το παθητικό εύρος κίνησης διατηρείται. Εποµένως, οι ασθενείς αυτοί δεν πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν παγωµένο ώµο.

Ταξινόµηση της πάθησης

Πρωτοπαθής

∆ευτεροπαθής

Στην πρωτοπαθή συµφυτική θυλακίτιδα (παγωµένος ώµος) δεν υπάρχει σαφής αιτία από το ιστορικό, την κλινική εξέταση ή την ακτινολογική εκτίµηση που να εξηγεί τα συµπτώµατα.

Στην αρχική επώδυνη φάση της «ψύξης» (freezing) του ώµου παρατηρείται µια προοδευτική εγκατάσταση διάχυτου πόνου στον ώµο που διαρκεί από εβδοµάδες έως µήνες.

Η 2η φάση της σύγκαµψης (stiffening phase) χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια της κινητικότητας, που µπορεί να διαρκέσει µέχρι έναν χρόνο. Σε αυτή τη φάση, στους περισσότερους ασθενείς χάνονται η εξωτερική στροφή, η εσωτερική στροφή και η απαγωγή του ώµου.

Η τελική 3η φάση της «απόψυξης« (thawing) διαρκεί από εβδοµάδες έως µήνες και παρατηρείται προοδευτική βελτίωση της κινητικότητας του ώµου. Απαιτούνται µέχρι και 9 µήνες για την απόκτηση φυσιολογικής λειτουργικότητας.

Ο δευτεροπαθής παγωµένος ώµος µπορεί να σχετίζεται µε κάποιο τραυµατισµό, τενοντίτιδα ή χειρουργική επέµβαση στον ώµο.

Σε ποια ηλικία εµφανίζεται; Πόσο συχνά; Οι άνδρες ή οι γυναίκες εµφανίζουν συχνότερα την πάθηση;

Συνήθως παρατηρείται σε ηλικία από 40 έως 60 έτη. Η συχνότητα εµφάνισης είναι 2%-5%. Συχνότερα προσβάλλονται γυναίκες.

Σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται προσβολή και του άλλου ώµου, συνήθως σε διαφορετικό χρόνο και σπάνια ταυτόχρονα.

Αιτιολογία

Αιτιολογικοί παράγοντες µπορεί να είναι οι εξής:

  • Τραυµατισµός
  • Χειρουργική επέµβαση στον ώµο ή στην ευρύτερη περιοχή
  • Φλεγµονώδης νόσος
  • Σακχαρώδης διαβήτης
  • Παθήσεις της σπονδυλικής στήλης
  • Νόσος του Πάρκινσον
  • Υπερθυρεοειδισµός
  • Υποθυρεοειδισµός
  • Ισχαιµική καρδιοπάθεια
  • ∆ιάφορες παθήσεις των ώµων.

Στους περισσότερους ασθενείς µε παγωµένος ώµο έχει προηγηθεί περίοδος ακινητοποίησης του ώµου.

Κλινική εικόνα

Ύπουλη έναρξη αµυδρού αµβλέος πόνου στην κατάφυση του δελτοειδή. Πόνος µε την κίνηση του ώµου.

Βασανιστικός πόνος τη νύχτα που προκαλεί στέρηση ύπνου και δεν αφήνει τον ασθενή να κοιµηθεί στην πλευρά του προσβεβληµένου ώµου.

Αξιοσηµείωτος περιορισµός της ενεργητικής και παθητικής στροφής του ώµου, ιδιαίτερα της έξω στροφής. Ο πόνος οδηγεί σε σηµαντική ανικανότητα, που επηρεάζει τις καθηµερινές δραστηριότητες και την εργασία του ασθενούς.

Κατά τη διάρκεια της 2ης φάσης, οι ασθενείς παραπονούνται για ακαµψία και σοβαρή απώλεια της κινητικότητας του ώµου µε λιγότερο πόνο.

Οι ασθενείς αποδέχονται την αδυναµία τους να πιάσουν πίσω το κεφάλι τους, να περάσουν το προσβεβληµένο χέρι πάνω από το στήθος τους, να ξύσουν τη µέση τους ή να φορέσουν ένα παλτό.
Συχνά ο άλλος ώµος γίνεται συµπτωµατικός χρόνια µετά την προσβολή του πρώτου ώµου.

Πώς αντιµετωπίζεται;

Ο στόχος της θεραπείας είναι η ανακούφιση του πόνου, η αποκατάσταση της κινητικότητας και της λειτουργικότητας του ώµου.

Η πάθηση είναι αυτοπεριοριζόµενη και τα µακροπρόθεσµα αποτελέσµατα είναι ανεξάρτητα από τη θεραπεία που θα χρησιµοποιηθεί.

Η φυσιοθεραπεία και οι ασκήσεις στο σπίτι αποτελούν την πρωταρχική θεραπεία για όλα τα στάδια της πάθησης. Οι περισσότεροι ασθενείς (90% των περιπτώσεων) αντιµετωπίζονται συντηρητικά (χωρίς χειρουργείο).
Η χειρουργική αντιµετώπιση δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τα αποτελέσµατα.

Φαρµακευτική θεραπεία

  • Μη στεροειδή αντιφλεγµονώδη.  Υποστηρίζεται ότι υπάρχει φλεγµονή στην άρθρωση, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της πάθησης. Για τον λόγο αυτό, η χρήση µη στεροειδών αντιφλεγµονωδών φαρµάκων (NSAIDS) µπορεί να είναι χρήσιµη σε ασθενείς µε πρόσφατη έναρξη των συµπτωµάτων. Η ελάττωση της φλεγµονής που προκαλείται από τα αντιφλεγµονώδη οδηγεί σε ελάττωση του πόνου και ο ασθενής µπορεί να ανεχθεί καλύτερα τη φυσιοθεραπεία.
    Βέβαια, πριν από τη συνταγογράφηση των αντιφλεγµονωδών φαρµάκων, πρέπει πάντα να ελέγχεται το ιστορικό του ασθενούς για πιθανές αντενδείξεις να λάβει τέτοια φάρµακα.
    Ωστόσο, σε ασθενείς που παρουσιάζουν µεγάλο διάστηµα την πάθηση, τα αντιφλεγµονώδη δεν φαίνεται ότι βελτιώνουν τον πόνο ή τη λειτουργικότητα του ώµου.
  • Κορτικοστεροειδή από το στόµα. Τα φάρµακα αυτά έχουν πιο ισχυρή αντιφλεγµονώδη δράση σε σύγκριση µε τα µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη, αλλά δεν θα πρέπει να χορηγούνται σαν θεραπεία ρουτίνας, εξαιτίας των ανεπιθύµητων παρενεργειών τους.
  • Η χορήγηση χαµηλής δόσης κορτικοστεροειδών από το στόµα πρέπει να συστήνεται µόνο σε περιπτώσεις σοβαρής µη ανταποκρινόµενης σε θεραπεία πάθησης, είτε µε συµπτώµατα περισσότερο από 2 µήνες είτε πάθηση που προκαλεί σοβαρό πόνο.
  • Είναι γεγονός ότι τα κορτικοστεροειδή από το στόµα οδηγούν σε µεγάλη, πλην όµως προσωρινή βελτίωση των συµπτωµάτων, που δεν ξεπερνά τις 6 εβδοµάδες.
  • Σηµασία και εδώ ως προς τη χορήγηση έχει το ιστορικό παθήσεων του ασθενούς.
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης δεν αποτελεί απόλυτη αντένδειξη για τη χορήγηση αυτών των φαρµάκων από το στόµα, ωστόσο τα φάρµακα πρέπει να δίνονται στη σωστή δοσολογία και να ελέγχονται τα επίπεδα της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
  • Τα κορτικοστεροειδή από το στόµα συνήθως δίνονται µε τη µορφή της πρεδνιζολόνης για περιορισµένη περίοδο 3 εβδοµάδων, αν και η διάρκεια της θεραπείας µπορεί να ποικίλλει από 2 έως 6 εβδοµάδες.
  • Τοπικές ενέσεις κορτικοστεροειδών. Η τοπική ένεση κορτικοστεροειδών µπορεί να συνδυαστεί θεραπευτικά µε αντιφλεγµονώδη ή κορτικοστεροειδή από το στόµα. • Η ενδαρθρική ή υπακρωµιακή έγχυση των κορτικοστεροειδών έχει ισοδύναµη επίδραση.
  • Η έγχυση υπό καθοδήγηση µε ακτινοσκοπικό µηχάνηµα ή συσκευή υπερήχου δεν έχει αποδειχθεί προς το παρόν να έχει ανώτερα αποτελέσµατα. • Οι ενέσεις κορτικοστεροειδών παρέχουν ταχεία ανακούφιση από τον πόνο, που συνήθως διαρκεί για διάστηµα 6 εβδοµάδων. Τα µακροχρόνια αποτελέσµατα θεωρούνται παρόµοια µε το placebo.
  • Θεραπεία µε κρουστικά κύµατα (ESWT: Extracorporeal Shock Wave Therapy). Η θεραπεία έχει αποδειχθεί αποτελεσµατική από την 4η εβδοµάδα µε µεγαλύτερη βελτίωση κατά την 6η εβδοµάδα.

Χειρουργική θεραπεία

Αποτελεί την τελευταία θεραπευτική επιλογή για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε επίµονη συντηρητική θεραπεία.

Αν και υπάρχουν θερµοί υποστηρικτές της χειρουργικής θεραπείας, σοβαρές επιπλοκές, όπως κάταγµα διάφυσηςβραχιονίου µέχρι ρήξη τενοντίου στροφικού πετάλου και παροδικές κακώσεις βραχιονίου πλέγµατος, αναφέρονται µε την κλειστή κινητοποίηση του ώµου.

Η αρθροσκοπική απελευθέρωση του αρθρικού θυλάκου έχει ένδειξη για τις σοβαρές µη ανταποκρινόµενες στη συντηρητική θεραπεία περιπτώσεις.

Καθώς ο ασθενής βρίσκεται υπό αναισθησία, γίνεται προεγχειρητική εκτίµηση της παθητικής κίνησης του προσβεβληµένου και του φυσιολογικού ώµου. Συνήθως, η συρρίκνωση παρατηρείται σε όλο τον αρθρικό θύλακο που περιβάλλει την άρθρωση του ώµου και το έλλειµµα της κινητικότητας είναι γενικευµένο (αφορά όλες τις κατευθύνσεις).

Η αρθροσκοπική απελευθέρωση γίνεται µε µια τυπική αρθροσκόπηση του ώµου, κατά την οποία µε τη διαθερµία απελευθερώνεται περιµετρικά ο θύλακος από τις συµφύσεις.

Ένα υπερκλείδιο block από τον αναισθησιολόγο εξασφαλίζει µετεγχειρητική αναλγησία για 24-48 ώρες έπειτα από το χειρουργείο και επιτρέπει την άµεση έναρξη ασκήσεων κινητοποίησης.

Επίσης, προτείνεται µετεγχειρητική θεραπεία µε αντιφλεγµονώδη ή κορτικοειδή από το στόµα για διάστηµα 2 εβδοµάδων.

Κάποιοι ασθενείς µπορεί να χρειάζονται θεραπεία για τον πόνο και η γκαµπαπεντίνη, ως φάρµακο για τον χρόνιο πόνο, προτιµάται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Εναλλακτικές θεραπείες

Ο βελονισµός σε συνδυασµό µε τη συντηρητική θεραπεία µπορεί να αποδειχθεί ωφέλιµος στα αρχικά επώδυνα στάδια της νόσου.

Πόσο συχνά οι ασθενείς χρειάζονται παρακολούθηση;

Ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας (χειρουργική ή συντηρητική), χρειάζονται στενή παρακολούθηση.

Στην περίπτωση χειρουργείου, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται ανά 2 εβδομάδες για τον πρώτο μήνα μετά το χειρουργείο.

Στη συνέχεια, η παρακολούθηση γίνεται ανά 6 εβδομάδες έως 3 μήνες.

Ποιες είναι οι επιπλοκές και ποια η πρόγνωσητης πάθησης;

Στον ασθενή μπορεί να παραμείνει κάποιο έλλειμμα κινητικότητας και πόνος μέχρι και 3 έτη έπειτα από τη συντηρητική θεραπεία.

Μακροχρόνια μειωμένη λειτουργικότητα του ώμου παρατηρείται στο 7%-15% και επίμονα συμπτώματα στο 40%.

Σε περιπτώσεις κλειστής κινητοποίησης του ώμου στο χειρουργείο υπό αναισθησία, έχουν αναφερθεί κάταγμα βραχιονίου, ρήξη τένοντα του δικεφάλου και του υποπλατίου.

 

Αντώνιος Παρτσινέβελος
Χειρουργός Ορθοπαιδικός, Επιστηµονικός Συνεργάτης Βιοκλινικής Αθηνών

2018-05-09T12:00:45+00:00